lustroso - ορισμός. Τι είναι το lustroso
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι lustroso - ορισμός


Lustroso      
adj.
Que tem lustre.
Em que há brilho.
Fig.
Esplêndido; magnifico; notável.
(De lustrar)
lustroso      
adj (lustro2+oso)
1 Em que há lustro ou brilho.
2 Luzidio, reluzente.
3 fig Ilustre, notável.
4 fig Esplêndido, magnífico
sm gír
1 Vagabundo.
2 Homem sujo.
3 Gatuno que anda mal vestido.
lustroso      
/ô/ adj. (-1521-1558 cf. MirOp)
1 cheio de lustre ou lustro; brilhoso, luzidio
um animal de pêlo l. chão l.
2 p.ext. que, por ter sido muito esfregado pelo uso, se tornou brilhante, luzidio
trazia um traje asseado, mas já l.
3 fig. que é notável por seus feitos, saberes; ilustre, insigne
homem de l. sobrenome
4 fig. de efeito vistoso; aparatoso, magnificente
bem perfilados, desceram a avenida em l. parada n s.m.
5 B infrm. vagabundo, indivíduo vadio
-etim 2 lustro + -oso ; ver 2 lustr- ; 1521-1558 é a data para a acp. fig. 'ilustre' e 1601, para a acp. 'brilhoso' -sin/var ver sinonímia de malandro -ant como adj.: baço, deslustroso; ver tb. antonímia de malandro